παρεκκλησιάρχης

παρεκκλησιάρχης
και παρακλησιάρχης, ὁ, Μ
αξίωμα εκκλησιαστικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ἐκκλησία + -άρχης*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παρακλησιάρχης — ὁ, Μ βλ. παρεκκλησιάρχης …   Dictionary of Greek

  • Πιζάνο, Ενρίκο — (Pisano). Ιταλός ποιητής του 12ου αι. από την Πίζα, παρεκκλησιάρχης (καπελάνος) της αρχιεπισκοπής της Πίζας. Του αποδίδεται το έργο Liber Maiolichinus, ποίημα σε εξάμετρο, στο οποίο υμνεί τη νίκη των Πιζανών εναντίον των Σαρακηνών της Μαγιόρκας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”